Με την ευχή να απευθύνομαι σε πολλούς, προσπαθώ σήμερα να προσεγγίσω ένα θέμα που με αφορά τόσο ως βίωμα όσο και ως τομέας μελέτης και παρατήρησης. Όσοι από εμάς, σταθήκαμε ώρες ολόκληρες έξω από ένα μουσείο ή ένα χώρο τέχνης μη γνωρίζοντας αν είμαστε έτοιμοι να συνδιαλλαγούμε με το ή τα φιλοξενούμενα έργα τέχνης του εν λόγω χώρου, ξέρουμε πολύ καλά τι θα πει «βίωμα». Ίσως για λίγες στιγμές συνειδητοποιήσαμε το πόσο αιώνια είναι η συμβίωση μας με την τέχνη, τις τέχνες, τα έργα τέχνης, τους πίνακες, τα γλυπτά, τα ποιήματα, τις μουσικές, τις εγκαταστάσεις, τα εικαστικά βίντεο και εκθέματα. Πόσο ηθελημένα ή άθελα μας συμβιώνουμε με φαντάσματα φιλοσοφικά και άχρονα που κατακλύζουν τους δρόμους, τα σπίτια μας, τα μάτια μας και τις αισθήσεις μας. Οι σχολικές εκδρομές σε μουσεία, το ραδιόφωνο που σιγοτραγουδούσε τα πρωινά της Κυριακής στο σπίτι ή η ατέλειωτη λιακάδα ενός μεγάλου κόσμου δεδομένα υπαρκτού και συχνά ανεξερεύνητου από πολλούς, διαμόρφωσε και στοίχειωσε κάθε πτυχή της εμπειρίας μας στη ζωή. Η ατέρμονη διαμόρφωση μας που πάντα στηρίζεται στα βαθιά νερά των τεχνών. Τέχνη και πνευματισμός. Τέχνη και σύνδεση. Τέχνη και εκπαίδευση. Τέχνη και φιλοσοφία. Τέχνη και ψυχολογία. Τέχνη κι άλλη τέχνη. Ποια είναι όμως αυτή η τέχνη, αυτές οι τέχνες; Ποιος μας τις «φόρεσε» με το «έτσι θέλω» και μας καταδιώκουν από την άκρη του πουθενά; Ποιος τους επιτρέπει να εμφανίζονται κάθε φορά που εμείς είμαστε, ίσως, λίγο πιο διαθέσιμοι για μια νέα εμπειρία;
